ὁρκωμοσία

ὁρκωμοσία
3728 ὁρκωμοσία
{сущ., 4}
клятва, подтверждение клятвой.
Ссылки: Евр. 7:20, 21, 28.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ὁρκωμοσία" в других словарях:

  • ὁρκωμοσία — ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc/acc dual ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωμόσια — asseverations on oath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίᾳ — ὁρκωμοσίαι , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοσία — η (ΑΜ ὁρκωμοσία) [ορκωμότης] η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία νεοελλ. φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την… …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωμοσίας — ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem acc pl ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαι — ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαν — ὁρκωμοσίᾱν , ὁρκωμοσία swearing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσιῶν — ὁρκωμοσία swearing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαις — ὁρκωμοσία swearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»